- αλευρώνω
- αλευρώνω, αλεύρωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αλευρώνω — 1. πασπαλίζω με αλεύρι 2. λερώνω με αλεύρι 3. πασπαλίζω με πούδρα, πουδράρω 4. μεσ. μορφώνομαι επιφανειακά και επιπόλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλεύρωμα] … Dictionary of Greek
αλευρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. πασπαλίζω με αλεύρι: Ξέχασε να αλευρώσει τα ψάρια. 2. πασπαλίζω με πούδρα: Αλευρώθηκε πολύ κι έγινε σαν παλιάτσος. 3. μορφώνω επιφανειακά: Πήγε κι ένα χρόνο στο πανεπιστήμιο κι αλευρώθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλευρογυρίζω — 1. κυλώ κάτι μέσα σε αλεύρι, για να τό τηγανίσω, αλευρώνω 2. ρίχνω και κυλώ κάποιον στο χώμα 3. τριγυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + γυρίζω] … Dictionary of Greek
αλεύρωμα — το [αλευρώνω] 1. πασπάλισμα με αλεύρι 2. άβαθη, επιφανειακή μόρφωση, πασάλειμμα … Dictionary of Greek